- επίβλητος
- ἐπίβλητος, -ον (Μ)ο πρόσθετος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπιβλῆτος — ἐπιβλής bolt masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίβλητον — ἐπίβλητος put upon masc/fem acc sg ἐπίβλητος put upon neut nom/voc/acc sg ἐπιβάλλω throw aor ind act 2nd dual (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιβλής — ἐπιβλής, ο (Α) 1. αυτός που προεξέχει 2. σύρτης, μάνταλο τής πόρτας 3. διασταυρούμενο δοκάρι 4. φρ. «ἄκρον ἐπιβλῆτος» η βάλανος τού πέους. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + βλής «πεταμένος»] … Dictionary of Greek
ἐπιβλήτωι — ἐπιβλήτῳ , ἐπίβλητος put upon masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)